Άντρες και γυναίκες τρόπον τινά ενώνονται μέσα από τις σύγχρονες ιδεολογικές αντιφάσεις, αντιθέσεις και εντάσεις που δομούν τις σεξουαλικές τους εμπειρίες: ψάχνουν τη διάρκεια, αλλά θέλουν τον αυθορμητισμό της επιθυμίας, επιζητούν την αμοιβαιότητα, αλλά και την ατομική ηδονή, επιδιώκουν την αποκλειστικότητα, αλλά θα ήθελαν ίσως πολλές σχέσεις, ψάχνουν ένα σύντροφο ζωής, αλλά ταυτόχρονα την ανανέωση των εμπειριών και των σχέσεων. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι αυτά τα αντίθετα διασχίζουν κάθε άτομο και τα άτομα κάθε φύλου, χωρίς να αφορούν ψυχολογικές ή άλλου τύπου διαφορές μεταξύ τους (όπως καμιά φορά θα ήθελαν οι αγοραίες αναπαραστάσεις περί αντρικής ή γυναικείας φύσης).
Όπως και με τη φιλία που παρουσιάσαμε παραπάνω, έτσι και για το ζευγάρι έχει προταθεί να καταλάβουμε τη σχέση μέσα από τα οφέλη και τις δαπάνες (κόστος και ανταμοιβή) που τα άτομα νιώθουν ότι έχουν, σε σύγκριση με άλλες εναλλακτικές σχέσεις που φαντασιώνουν. Επίσης υπάρχει η άποψη ότι τα άτομα συγκρίνουν τα κέρδη που παίρνουν από τη σχέση με τα κέρδη που εκτιμούν ότι παίρνει ο\η σύντροφός τους: όταν εκτιμούν ότι τα οφέλη του άλλου είναι πολύ μεγαλύτερα, αισθάνονται υποβιβασμένα οπότε και θυμώνουν, ενώ όταν θεωρούν ότι τα δικά τους κέρδη είναι πολύ μεγαλύτερα, νιώθουν ενοχή.
Εδώ πρέπει να προστεθεί το μέγεθος της επένδυσης που ο καθένας νιώθει ότι έχει κάνει στη σχέση. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μια σχέση επενδύει κανείς συναισθήματα, ενέργεια, χρόνο κ.λ.π. Μοιράζεται το χώρο του, το χρόνο του, τα υπάρχοντά του, τους φίλους του, εγκαταλείπει ευκαιρίες καριέρας ή άλλες σχέσεις. Αυτές οι επενδύσεις αυξάνουν τη δέσμευση και ευνοούν τη σταθερότητα της σχέσης (έστω κι αν αυτή προσφέρει εδώ και τώρα μέτριες ικανοποιήσεις).
Να παρατηρήσουμε, επίσης, ότι εάν το κάθε άτομο αισθάνεται την ανάγκη της δέσμευσης, ταυτόχρονα, ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα, αισθάνεται και την ανάγκη να μην χάσει τίποτα από την ανεξαρτησία του (να αισθάνεται ελεύθερο σε κάποιες άλλες σημαντικές του σχέσεις, δραστηριότητες και αποφάσεις). Αυτή η ανάγκη για αυτονομία μπορεί να παραμένει ενεργή ακόμα και όταν μια σχέση είναι ικανοποιητική για ένα άτομο και αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς της ύπαρξής του και της προσωπικής του ταυτότητας. Πολύ συχνά οι σχέσεις πρέπει να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο αυτές πολύ φυσικές τάσεις, τη δέσμευση και την αυτονομία. Γι’ αυτό και η αναζήτηση ικανοποίησης από τη σχέση και η επένδυση σ’ αυτήν δεν θα έπρεπε να καταλήγουν να γίνονται έμμονη ιδέα για τα εμπλεκόμενα στη σχέση άτομα και να τα «πνίγουν».
Ας έρθουμε σε μια άλλη έννοια χρήσιμη στην κατανόηση των στενών συναισθηματικών σχέσεων και κυρίως των σχέσεων ζευγαριού, την έννοια της οικειότητας. Αυτή παραπέμπει σε στιγμές έντονης αλληλεπίδρασης (στο επίπεδο των συναισθημάτων, των συγκινήσεων ή των δραστηριοτήτων), στην εγγύτητα (στο παρελθόν ή στο παρόν), στην αλληλεξάρτηση, στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, κατανόηση και υποστήριξη. Περιλαμβάνει τόσο τη σεξουαλική διάσταση της σχέσης, όσο και μια διάσταση που αναφέρεται στην αγάπη (μαζί με την προσκόλληση και τη φροντίδα).
Η οικειότητα, συνεπώς, συνδυάζει την ιδέα της ικανοποίησης με την ιδέα της μετουσίωσης: έτσι, κάτι το ερωτικό-αγαπησιάρικο είναι δυνατόν να ανιχνευτεί στο πλαίσιο κάθε είδους ανθρώπινης σχέσης. Απαραίτητες βέβαια προϋποθέσεις είναι το μοίρασμα των ενδόμυχων σκέψεων και συναισθημάτων, η εγγύτητα, η δυνατότητα διαπραγμάτευσης, αλλά και η ισότητα και η αυτονομία, έτσι ώστε μέσα από το συναισθηματικό πάρε-δώσε τα άτομα να συγκροτούν με ένα θετικά επενδεδυμένο «εμείς», αλλά να αισθάνονται ταυτόχρονα ανοιχτά στις εξωτερικές επιρροές και εν πολλοίς ελεύθερα.
Μοιάζουν όλα αυτά λίγο ιδανικά; Δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε ότι σπάνια δύο άνθρωποι μοιράζονται την ίδια ακριβώς άποψη για το τι σημαίνουν όλες αυτές οι ωραίες λέξεις στις οποίες αναφερθήκαμε και σπάνια τις βιώνουν με τον ίδιο τρόπο. Όμως η επικοινωνία και η αμοιβαία κατανόηση μπορούν να διευρύνουν το πεδίο συνάντησης απόψεων και βιωμάτων και να βελτιώσουν τα πράγματα.
Η έννοια της οικειότητας αποκτά ένα πρόσθετο νόημα στο πλαίσιο της θεωρίας του συναισθηματικού δεσμού και των ερευνών που αφορούν την αγάπη και τον έρωτα ως μια διαδικασία ανάπτυξης συναισθηματικού δεσμού μεταξύ δύο ενηλίκων. Σύμφωνα με τη θεωρία του συναισθηματικού δεσμού , η αγάπη και ο δεσμός αγάπης μεταξύ των δύο ενηλίκων αντανακλά τους πρώτους δεσμούς που ενώνουν τον ενήλικα με το παιδί. Η οικειότητα, όπως και η δέσμευση που αναπτύσσουν τα άτομα στις στενές διαπροσωπικές τους σχέσεις, έχουν τρόπον τινά «προετοιμαστεί» στις σχέσεις και τους δεσμούς που είχαν δημιουργήσει κατά την πρώιμη περίοδο της ανάπτυξής τους. Η οικειότητα στη θεωρία του συναισθηματικού δεσμού εμπεριέχει την ανάγκη του ανθρώπου για έναν σταθερό δεσμό αγάπης, ασφάλειας και φροντίδας, όπου το οικείο μπορεί να προέρχεται μέσα από την αναπαραγωγή του ρόλου και των προτύπων των αλληλεπιδράσεων που βίωσαν τα άτομα στους πρώτους δεσμούς τους (στη σχέση τους, δηλαδή, με τους γονείς τους ή παρατηρώντας και βιώνοντας τη σχέση ανάμεσα στους γονείς τους).